Saturday, December 12, 2015

Ένα κείμενο του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου



Η νύχτα έχει τις δικές της λέξεις, 
τη δική της γλώσσα.
Βγάζεις τη νύχτα από το σώμα σου όταν, πολύ πρωί καλοκαιριού, προσέλθεις στη θάλασσα και παραδοθείς στα μυστικοτραφή της νερά.
Αυτά σε ξεντύνουν από τη νύχτα,
σου αφαιρούν τα αρώματα, τις περίεργες μυρωδιές της,
βγάζουν τα λέπια των ονείρων της και συνταιριάζουν το σώμα σου 
στο ρυθμό μιας άδολης ψυχής 
κι ενός ξεκούραστου νου.
Σου χαρίζει η θάλασσα τις λέξεις της ημέρας, την στέρεη γλώσσα,την ευκρίνεια και τη γιορτή του κόσμου.




Ώσπου να ξανάρθει η άλλη νύχτα 
με χίλια βαθιά μουρμουρητά
και να σηκώσει από τα έγκατα της
έναν ουρανό υποβλητικό, άστρα μοναχικά,
σελήνη ρεμβαστική, υψώνοντας τον κόσμο
σε μια φαντασμαγορία παράδοξη, 
όπου το σώμα βυθίζεται με σπαραχτική απαντοχή
και βρίσκει άλλη γλώσσα.

Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

Sunday, October 18, 2015

From "The Ministry Of Fear" by Graham Greene


"... In childhood we live under the brightness of immortality - heaven is as near and actual as the seaside. Behind the complicated details of the world stand the simplicities: God is good, the grown-up man or woman knows the answer to every question, there is such a thing as truth, and justice is as measured and faultless as a clock. Our heroes are simple: they are brave, they tell the truth, they are good swordsmen, and they are never in the long run really defeated. That is why no later books satisfy us like those which were read to us in childhood - for those promised a world of great simplicity of which we knew the rules, but the later books are complicated and contradictory with experience; they are formed out of our disappointing memories - of the V.C. in the police court dock, of the faked income-tax return, the sins in corners, and the hollow voice of the man we despise talking to us of courage and purity. The little duke is dead and betrayed and forgotten, we cannot recognise the villain and we suspect the hero and the world is a small cramped place. The two great statements of faith are "What a small place the world is" and "I'm a stranger here myself..." 

From "The Ministry Of Fear" (1943) by Graham Greene

Tuesday, September 29, 2015

"History" and "Dispeller" - Two poems by Justin Runge


Justin Runge is a poet from Lawrence, Kansas.

"...
- Tell us about “History,” the poem that was selected for Best New Poets 2013.

- For this poem, I set goals: to write a love poem objectively, a story molecularly, and an autobiography in which I barely featured. I also wanted to buck some obtuse tendencies, so I made sure that each detail felt naked, unworked. There's only one figurative moment in the poem, which feels like a small victory to me..." From an interview given to Jazzy Danziger. 


History by Justin Runge

Here is what I’ve collected: He set fire to the front lawn. She learned and then forgot the guitar. Like all daughters, she was a vegetarian. He was sent to school on the mountain. She would run through the mountain. Their siblings stood in the way. The mountain was beautiful but merciless. Its trees stood like chaperones. He took to botany. She slept in the haunted room. After the growth spurt, he was a natural athlete. She worked at a fast food restaurant. Both left without diplomas. He sat in a bunker, catching moths. She would walk to a payphone in the center of town. They would solve crossword puzzles days late. He escaped on a motorcycle, as in his favorite songs. They married on her birthday. Her hair was never longer. She left a home imploding. He had a television and a frying pan. They made mistakes—pepper oil, poison ivy. They had one child, then me.

Dispeller by Justin Runge

In my hometown, I am absence of home. I am shortfall of awe. I am defog. Wiper blade raking a glaze of rain. I am the kitchen light Mother kept on. Unlocked garage. Evening intersection’s non-traffic. I am what bends air so that it, tuning, forks. I am bed made. I am unchange. Ghost uneasily roomed. Yearbook yearly removed. So I am removal of book dust. Carpeting, cleaned. I am no apple tree. I am quietest stair climb. I am far-off mowing. Hypnic jerk. Reason for moving.

Saturday, September 26, 2015

Transcient Art on the walls of Athens



















Transcient Art on the walls of Athens - Transforming an ordinary block of flats into a lush tropical forest


A few cans of spay and an artistic predisposition can work miracles on the old Athens blocks of flats. This incredible intervention in the centre of Athens is so evocative that I was under the impression that I could hear the elephants move in the thick undergrowth. Some of the inhabitants in the neighbouring blocks have even placed small cages with parrots and canaries in the balconies. The birds sing, the streets and the cars start to fade away and the pollution is lifted. The illusion is complete.







Saturday, June 27, 2015

From "Burnt Norton" by T.S.Eliot






"...V.
Words move, music moves
Only in time; but that which is only living
Can only die. Words, after speech, reach
Into the silence. Only by the form, the pattern,
Can words or music reach
The stillness, as a Chinese jar still
Moves perpetually in its stillness.
Not the stillness of the violin, while the note lasts,
Not that only, but the co-existence,
Or say that the end precedes the beginning,
And the end and the beginning were always there
Before the beginning and after the end.
And all is always now. Words strain,
Crack and sometimes break, under the burden,
Under the tension, slip, slide, perish,
Decay with imprecision, will not stay in place,
Will not stay still. Shrieking voices
Scolding, mocking, or merely chattering,
Always assail them. The Word in the desert
Is most attacked by voices of temptation,
The crying shadow in the funeral dance,
The loud lament of the disconsolate chimera..."
From T.S.Eliot's "Burnt Norton", first published as part of the Four Quartets in 1936  

Thursday, June 4, 2015

Ephemeral Art - Before the demolition of 3, Rue Quartier...

Just a few weeks before the house at 3, Rue Quartier, in Esch-Sur-Alzette in Luxembourg is demolished, a group of Luxembourg artists have decided to transform the premises into a unique and transient art exhibition.

Graffiti art, mural paintings, film projections, sculptures, every room presents a surprise to the visitor. Knowing that all these works have been created and can be viewed for only a short time, adds to the mystic of the place as if a message has to be transmitted and understood before the fall. Some exhibits question language and visual interpretation, some are works of quiet desperation as good old Thoreau once said. Let this be the first of many such initiatives in the future. 





















Saturday, May 23, 2015

Το ποίημα "Λυρικός Λογιστής" του Κώστα Κοβάνη


Λυρικός Λογιστής  του Κώστα Κοβάνη

Με την ψυχή στο στόμα
και να πέσω στο χώμα
θα τραγουδάω πάλι
τα παλιά μου θούρια
που με μεθάνε ακόμα.

Παρακαλώ! Αφήστε με λίγο
να κάνω και γω ένα όνειρο.
Μη μου θαμπώνετε τα μάτια
με κύματα μελάνης!
Βγάλτε από τα πρόσωπα 
τα καρμπόν, τα τιμολόγια.
Μη βάζετε μπροστά μου
εμπόδια με ισοζύγια
και καρτέλες νέων πελατών.
Αφήστε με λίγο στη γαλήνη,
στον καθαρόν ορίζοντα,
στα δάση, στα χόρτα, στις αμμουδιές,
να χαθούν τα μάτια μου στο φως.

Αν λίγο στέκομαι
στις σελίδες εισπράξεων και πληρωμών
είναι γιατί πάντα στοχάζομαι
πόσο ακριβά επλήρωσα
μηδαμινές εισπράξεις... 

Από τη συλλογή ποιημάτων του Κώστα Κοβάνη με τίτλο "Λυρικός Λογιστής" του 1984

Το ποίημα αυτό του Κώστα Κοβάνη καταρχάς με τρόπο μεταφορικό εκφράζει μια νοσταλγία για τον απλό και φυσικό τρόπο ζωής που μέσα στην εργασιακή δίνη, μέσα στις πόλεις και την τεχνολογική έξαψη, έχει χαθεί. Μετά, το ποίημα μπορεί κανείς να το εκλάβει και σαν μια διαπίστωση της ασυμβατότητας της ποίησης με τον γραφειοκρατικό, τον επινοημένο, τον ψεύτικο και τον λογιστικά δημιουργικό τρόπο ζωής. Όμως ο ποιητής υποχρεώνεται από την κοινωνία πολύ συχνά να συμβιβαστεί επαγγελματικά για να μπορέσει να ζήσει. Στίχοι γραμμένοι σε ένα χαρτί δεν θα σου εξασφαλίσουν μια άνετη διαβίωση. Κι έτσι, πολλοί είναι αυτοί που αγγαρεύουν την ζωή τους για τις λίγες στιγμές δημιουργίας καθώς ανοίγουν ισοζύγια. 

Την δυσκολία αυτού του συμβιβασμού όμως την εξέθεσε ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Ο ίδιος, όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει την βιοποριστική του εργασία είπε ότι εργαζόταν "ως έμμισθος υπάλληλος εις ένα κυβερνητικό γραφείο εξαρτώμενο από το Yπουργείο των Δημοσίων Έργων της Aιγύπτου". Το τι πραγματικά όμως αισθανόταν ο Καβάφης το είπε σε έναν νεαρό ποιητή που τον επισκέφτηκε στο σπίτι του:  
   "…αλλά τι ακριβά που με κόστιζαν εμένα οι μικρές μου πολυτέλειες. Για να τες αποκτήσω βγήκα απ' την φυσική μου γραμμή κι έγινα ένας κυβερνητικός υπάλληλος (τι γελοίο), και ξοδιάζω και χάνω τόσες πολύτιμες ώρες την ημέρα, στες οποίες πρέπει να προστεθούν και οι ώρες καμάτου και χαυνώσεως που τες διαδέχονται. Tί ζημιά, τί ζημιά, τί προδοσία. Eνώ εκείνος ο πτωχός δεν χάνει καμιά ώρα· είναι πάντα εκεί, πιστό και του καθήκοντος παιδί της Tέχνης… Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ' έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ' ανακαλέσω αλλά πάνε πια." (*) Στην ίδια γραμμή λοιπόν και ο Κοβάνης που το θέτει και σε στίχο τόσο περίτεχνα στο "Λυρικό Λογιστή". Η τελευταία φράση "είναι γιατί πάντα στοχάζομαι πόσο ακριβά επλήρωσα μηδαμινές εισπράξεις..." είμαι σίγουρος ότι θα ενθουσίαζε τον Καβάφη.

Ο Grant Snider, εξαιρετικός σχεδιαστής κόμικ και όχι μόνο, στο ενδιαφέρον blog του http://www.grantsnider.com/ ασχολήθηκε και αυτός με τις βιοποριστικές δουλειές διασήμων ποιητών και λογοτεχνών. 



(*) Βρείτε εδώ, σε παλαιότερη ανάρτηση, ολόκληρο το κείμενο του Καβάφη με αφορμή την επίσκεψη ενός νέου.

Sunday, April 26, 2015

Alain Bashung - Comme Un Légo
























A philosophical treatise in the form of a song written by Gérard Manset. The late and great Alain Bashung (1947-2009) included a version of this song in his last 2008 album "Bleu pétrole". Bashung, who was seriously ill at the time, sung it with the lucidity and sparseness of an artist that having reached the top and knowing the end is near, shares his last thoughts with cut knife precision and directness. The song comments on the human condition by comparing it to the bricks of a lego game, looking into a musical microscope and staring at the universe and at man's folly of ambition, steel and emptiness. Echoing T.S.Eliot's "The Hollow Men", the song ends the way "... the world ends, not with a bang but a whimper." 

Comme Un Légo

C'est un grand terrain de nulle part
Avec de belles poignées d'argent
La lunette d'un microscope
Et tous ces petits êtres qui courent

Car chacun vaque à son destin
Petits ou grands
Comme durant les siècles égyptiens
Péniblement...

A porter mille fois son poids sur lui
Sous la chaleur et dans le vent
Dans le soleil ou dans la nuit
Voyez-vous ces êtres vivants ?
Voyez-vous ces êtres vivants ?
Voyez-vous ces êtres vivants ?

Quelqu'un a inventé ce jeu
Terrible, cruel, captivant
Les maisons, les lacs, les continents
Comme un légo avec du vent...

La faiblesse des tout-puissants
Comme un légo avec du sang
La force décuplée des perdants
Comme un légo avec des dents
Comme un légo avec des mains
Comme un légo...

Voyez-vous tous ces humains
Danser ensemble à se donner la main
S'embrasser dans le noir à cheveux blonds
A ne pas voir demain comme ils seront...

Car si la Terre est ronde
Et qu'ils s'agrippent
Au-delà, c'est le vide

Assis devant le restant d'une portion de frites
Noir sidéral et quelques plats d'amibes
Les capitales sont toutes les mêmes devenues

Aux facettes d'un même miroir
Vêtues d'acier, vêtues de noir
Comme un légo mais sans mémoire
Comme un légo mais sans mémoire
Comme un légo mais sans mémoire

Aux facettes d'un même miroir
Vêtues d'acier, vêtues de noir
Comme un légo mais sans mémoire
Comme un légo mais sans mémoire
Comme un légo mais sans mémoire

Pourquoi ne me réponds-tu jamais ?

Sous ce manguier de plus de dix milles pages
A te balancer dans cette cage...
A voir le monde de si haut
Comme un damier, comme un légo
Comme un imputrescible radeau
Comme un insecte mais sur le dos
Comme un insecte sur le dos
Comme un insecte sur le dos

C'est un grand terrain de nulle part
Avec de belles poignées d'argent
La lunette d'un microscope
On regarde, on regarde, on regarde dedans...

On voit de toutes petites choses qui luisent
Ce sont des gens dans des chemises
Comme durant ces siècles de la longue nuit
Dans le silence ou dans le bruit...
Dans le silence ou dans le bruit...
Dans le silence ou dans le bruit...

Listen to: Alain Bashung - Comme Un Légo

Tuesday, March 31, 2015

Οι λέξεις και οι ποίηση μέσα από δύο ποιήματα


Όταν διαβάζει κανείς αυτό το ποίημα της Κικής Δημουλά έχει την εντύπωση ότι οι λέξεις αποκτούν βαρύτητα, σαν βότσαλα που η ποιήτρια πετάει στη θάλασσα για να αφουγκραστεί τον ήχο της πτώσης μέσα στο νερό. Κι ύστερα σαν να γινόμαστε μάρτυρες μιας ποιητικής ανοικοδόμησης, ένα παιχνίδι για να βρεθεί αυτό που υπάρχει πίσω από τις λέξεις, αυτό που έχει χαθεί από την ευτελή χρήση τους.

Η Περιφραστική Πέτρα

Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.


Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».


Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.


Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.


(Από την συλλογή ποιημάτων της Κικής Δημουλα με τίτλο "Το Λίγο του Κόσμου" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1971)

Το παραπάνω ποίημα της Κικής Δημουλά όμως μου έφερε στο νου και ένα άλλο περίπου σύγχρονο γραπτό του Γιάννη Ρίτσου από την συλλογή "Χειρονομίες" που είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1972.

Συνηθισμένες Αντιφάσεις

Οι λέξεις, — είπε — οι αμίλητες λέξεις, μόνη συντροφιά μας·
αυτές ερευνούμε, τις προεκτείνουμε, μας προεκτείνουν — το τοπίο βα-
                θαίνει· 
ανακαλύπτεις όχι μόνον οστά, αλλά και σώματα ωραία και φτερούγες —
τις φοράς, σε φορούν· εξαερώνεσαι· φεύγεις. Μας βρίσκουν
πίσω απ΄τις πόρτες, πίσω από τοίχους ψηλούς, μουχλιασμένους. Το 
                ξέρεις —
αυτός, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας. Το ξύλινο χώρισμα
ανάμεσα στις κάμερες γίνεται γυάλινο. Βλέπεις τις λέξεις
να πέφτουν στο γυμνό τραπέζι του υπογείου με ήχο κούφιο
μαζί με έντομα της νύχτας γύρω στην παράνομη λάμπα.

(Από την συλλογή γραπτών του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο "Χειρονομίες" που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972)



Tuesday, March 17, 2015

Antonin Artaud's rediscovery of writing




Antonin Artaud, the great french playwright, essayist, actor, poet and theatre director, was never without a pencil and a notebook where he would scribble furiously his thoughts. In the last couple of years of his life, somewhere between 1946 and 1948, one day, while visiting some friends in Paris and as they were all seated at the table, Artaud felt empty and had a feeling that he was no longer capable of writing anything. This is how Domnine Milliex, who was a little girl at the time, remembers the scene when Antonin Artaud came over for lunch:

" As a child I belonged to the generation that had to stay at the table, quiet and eat with the grown ups and I have this memory of the meals taking too long. And there, that day, there was a long discussion at the table. I think Antonin Artaud was probably feeling a bit depressed that day and they were talking, and he said that he did not know how to write anymore, he was not able to write, he did not know how to write. I had just started school and had just begun to learn how to read and write. After the meal, I timidly approached him and told him that I could help him. I said to him, Monsieur Artaud, I go to school and I am learning how to write and I am willing to show you too if you want. You see, I took literally the discussion at the table. What is wonderful is that Artaud went ahead and played the game. We got dressed, walked downhill towards Marne to go find a stationary shop. We bought a notebook, pencils, a rubber and a pencil sharpener. When we got back, we sat at the table and I instructed him how to make the "i" in the alphabet which was the easiest letter to write. I can't say how much time this took because I do not experience time today the same way I used to do when I was a child. It could have been half an hour or a quarter of an hour or a whole hour, but I have the impression that we worked and Artaud worked hard on this, filling in the pages. In the end, I had taught him how to write letters like we learned at school. I had my notebook and he had his and I inspected his work. He played the game until the end."

Artaud, having filled a whole notebook repeating letters of the alphabet, showed it with pride to his fellow writers, playwrights, actors and intellectuals that formed his circle. This was his new work, equivalent to what he had written until then. The absolute derision of the process of writing by one of the greatest thinkers and essayists the world has ever known.

(This story is one of many surrounding the legend that was Antonin Artaud and can be found in Gérard Mordillat's and Jérôme Prieur's documentary "La véritable histoire d'Artaud le momo")   

Saturday, February 28, 2015

"In Blackwater Woods" - A poem by Mary Oliver


"In Blackwater Woods" (1984) by Mary Oliver

Look, the trees
are turning
their own bodies
into pillars

of light,
are giving off the rich
fragrance of cinnamon
and fulfillment,

the long tapers
of cattails
are bursting and floating away over
the blue shoulders

of the ponds,
and every pond,
no matter what its
name is, is

nameless now.
Every year
everything
I have ever learned

in my lifetime
leads back to this: the fires
and the black river of loss
whose other side

in salvation,
whose meaning
none of us will ever know.
To live in this world

you must be able
to do three things:
to love what is mortal;
to hold it

against your bones knowing
your own life depends on it;
and, when the time comes to let it go, to let it go.

Wednesday, February 11, 2015

Les inRocKuptibles No.1000

Le magazine "Les Inrockuptibles" existe depuis 1995 et pour fêter son 1000ème numéro, l'équipe éditorial a décidé de suivre la méthode de Georges Perec dans son livre "Je me souviens". 1000 petit shoots mnésiques alors dans la forme "Je me souviens", polyphoniques et inédits. Mille éclats de mémoires ou on revis des moments fort dans l'histoire du journal. Voici trois petits échantillons...   

"Je me souviens de mon premier voyage aux USA, pour interviewer John Lee Hooker chez lui, en Californie. Un petit pavillon de banlieue, des Cadillac énormes garées devant. J'avais touché ses doigts et sa guitare, comme on rencontre le pape. Enfoncé dans son canapé pendant l'interview, il s'était presque endormi. Moi, je me suis éveillé ce jour-là." Stéphane Deschamps
...

"Je me souviens que pour se souvenir, Will Self notait toutes ses idées sur des Post-it qu'il collait sur les murs de son bureau, au dernier étage de sa maison au sud de Londres. A la fin, le bureau entier était hérissé de petits carrés jaunes. J'avais eu l'impression d'entrer dans un organisme vivant: sa mémoire." Nelly Kaprièlian
... 

"Je me souviens avoir animé une rencontre en public avec le rare Robert Wyatt. En montant sur la scène, il a dit: "Ah oui, les téléphones portables." Alors que tout le monde s'empressait de les éteindre, il rigola: "Non non, laissez-les allumés et faites-moi écouter votre sonnerie tous en même temps..." JD Beauvallet

...

Saturday, January 24, 2015

Tuesday, January 20, 2015

Το λεωφορείο που δεν σταμάτησε...


Έξω από την σχολή Κωφών στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, βρίσκεται η στάση λεωφορείων που φέρει το ίδιο όνομα. Έχει μείνει αναλλοίωτη στη μνήμη μου η εικόνα, πάνε πολλά χρόνια τώρα, όταν υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία, στο στρατόπεδο Παπαπασχάλη μεταξύ Χορτιάτη και Πανοράματος, βρέθηκα απέναντι από αυτή τη στάση. Είχαμε παρκάρει το στρατιωτικό όχημα στο πλάι του δρόμου να κάνουμε ένα τσιγάρο πριν φτάσουμε πάνω. Είδα τότε να βγαίνει από τη σχολή και να πηγαίνει στη στάση του λεωφορείου ένα παιδί. 'Οταν βρίσκεσαι μόνος μέσα στη σιγή, ο χρόνος φαίνεται πολλές φορές ότι παγώνει. Η απουσία του ήχου, είναι στιγμές που σε ακουμπάει σε βελούδινα μαξιλάρια. Πρέπει με τις υπόλοιπες αισθήσεις σου, τέλεια κουρδισμένες, να κάνεις εσύ το πρώτο βήμα κάθε φορά για να πας να συναντήσεις αυτόν τον άλλο κόσμο που δεν σταματά να κινείται γύρω σου μέσα στην σιωπηλή ένταση. Το παιδί στράφηκε προς τα εκεί που ερχόταν ο δρόμος προσπαθώντας να διακρίνει το μπλε χρώμα το λεωφορείου από μακριά. Πρέπει να πέρασαν είκοσι πέντε λεπτά. Ήταν άνοιξη και το μάτι του παιδιού έπεσε παραπέρα στο δασάκι με τα πεύκα που μύριζαν. Έκανε μετά ένα γύρο και κατέληξε πάνω στο λουλουδιασμένο θάμνο πίσω από τη στάση. Γύρισε την πλάτη του στο δρόμο μια στιγμή. Τότε ένιωσε το διαφορετικό ρεύμα του αέρα. Γυρίζοντας, είδε ξαφνικά το λεωφορείο να περνάει με ταχύτητα μπροστά από τη στάση. Το λεωφορείο έφυγε. Ύψωσε τα χέρια και μια κραυγή ακούστηκε που σαν να μπέρδεψε εκείνη τη στιγμή τα νήματα του χρόνου και έκανε την εικόνα να επαναλαμβάνεται σε αργή κίνηση στη μνήμη μου για πάντα.

(Με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό που μας αφηγήθηκε ο Ζ.Κ.)

Sunday, January 18, 2015

"The Armada" - A poem by Brian Patten

Encouraged by the great Philip Larkin, Brian Patten joined Roger McGough and Adrian Henri to form the Liverpool poets. Their main aim was to make poetry immediate and accessible for their audience. Brian Patten's first poetry collection "Little Johnny's Confession" was published in 1967. Since then, he has published numerous poetry collections as well many books, novels and poems for children as well as prose and drama for stage and radio. He has been described as a highly engaging performer, and gives readings frequently. Over the years he has read alongside such poets as Pablo Neruda, Allen Ginsberg, Stevie Smith, Laurie Lee and Robert Lowell. 

When Brian Patten was asked what poetry can do, his reply was: "I feel that poetry permits us to wake up our memory and association and view familiar things in a different way. If I was to define poetry, I would say, 'One of the many things a poem can do / Is remind us what we forgot we knew'". 

This is not a poem only about loss. Brian Patten goes much deeper, exploring themes such as childhood, the passing of time and the way we conceive the present and the past. What makes this poem so powerful is the truth that resonates in every word. The simplicity of every line, the choice of words, the perfect structure and the lucid awareness of the phrase, in the middle of the poem, defining time revisited.

The Armada (1996)

Long, long ago

when everything I was told was believable
and the little I knew was less limited than now,
I stretched belly down on the grass beside a pond
and to the far bank launched a child's armada.
A broken fortress of twigs,
the paper-tissue sails of galleons,
the waterlogged branches of submarines -
all came to ruin and were on flame
in that dusk-red pond.
And you, mother, stood behind me,
impatient to be going,
old at twenty-three, alone,
thin overcoat flapping.
How closely the past shadows us.
In a hospital a mile or so from that pond
I kneel beside your bed and, closing my eyes,
reach out across forty years to touch once more
that pond's cool surface,
and it is your cool skin I'm touching;
for as on a pond a child's paper boat
was blown out of reach
by the smallest gust of wind,
so too have you been blown out of reach
by the smallest whisper of death,
and a childhood memory is sharpened,
and the heart burns as that armada burnt,
long, long ago.

Taken from Brian Patten's poetry collection "Armada" published in 1996 by Flamingo


Saturday, January 10, 2015

Impressions of India in 2 short films by Brandon Li

Brandon Li, a talented young traveller, director and editor, in two really short films, captures all the mystery, beauty, harshness and poetry of the moment, of everyday life in India. Today, affordable technology has brought artistic expression via cinematography at the reach of everyone. But it's still down to what you do with the means available, what part of yourself is reflected in the lens, your sensibility, imagination and drive to create. 
   

Gateway to the Ganges from Brandon Li on Vimeo.


My Kochi from Brandon Li on Vimeo.

"Home Movie" - A poem by Samuel Menashe

Home Movie

Awake at once
No space between
The day and dream
Seen as it runs
Me off the screen
No time to splice
Slices of Life—
I'm wide awake,
No second take.

Taken from the book: "Samuel Menashe, New and Collected Poems - edited by Christopher Ricks" (2009)

Saturday, January 3, 2015

Οι ειδήσεις και μια "Ιστορία" του Γιάννη Ρίτσου

Διαβάζοντας πρόσφατα στις ειδήσεις για τα τραγικά, επανωτά αεροπορικά δυστυχήματα, με τόσους ανθρώπους που χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή στην απύθμενη θάλασσα, κουβαλώντας μαζί τους σαν άυλες βαλίτσες, ο καθένας την προσωπική του ιστορία, μου ήρθε στη μνήμη ένα γραπτό του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο "Ιστορία", από το βιβλίο του "Χειρονομίες" που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1972.

"Ιστορία

Τα σχέδια δε χρησίμευαν σε τίποτα - κάθε τόσο ανατρέπονταν,
όπως εκείνο το λεωφορείο στην εξοχή, - οι πιότεροι σκοτώθηκαν,
τους άλλους τους κουβάλησαν στο πιο κοντινό νοσοκομείο· ένας τροχός
κύλησε κάτου· τον βρήκε ένα παιδί· σκάρωσε πρόχειρα ένα χειραμάξι·
γυρίζει τώρα στο προάστιο· πουλάει πορτοκάλια· τα πορτοκάλια λάμπουν,
ένας σωρός ασήμαντοι ήλιοι. Τόσο απλά περνάμε. Τόσο απλά
μιλάμε, ξεχνάμε, συνηθίζουμε. Τόσο απλά μας ξεχνάνε."

Γιάννης Ρίτσος
"Χειρονομίες" 




Thursday, January 1, 2015

Georg Heym (1887-1912) : German Expressionism's Rebelious Answer to Edgar Allan Poe


On that fateful day, on the 16 of January 1912, Georg Heym's desperate cries for help were suddenly heard echoing through the woods on both sides of the frozen river Havel. His good friend Ernst Balcke had just dissapeared into the cold murky waters of the river as the icy surface suddenly cracked and gave in while they were skating. With the scates still attached to his feet, Heym dived repeatedly under the huge floating blocks of ice surrounding him, looking for his friend. In one final attempt, he took literally a final breath, dived deep down and literature lost one of the greatest German expressionist writers. From a very young age, Heym questioned social conventions showing a fiery and rebellious attitude. He was often expelled from schools and throughout his life he never shied from asserting his personality and individuality. His sensitive nature soon found expression through the medium of poetry. In 1911, one year before that fatal scating accident, he managed to publish his poetry collection "Der Ewige Tag" (The Eternal Day). After his death, a collection of short stories was also found among his papers. It took more than a year for a publishing house to take the risk to publish this collection under the title "Der Dieb" (The Thief). In these short stories, Georg Heym tackles the themes of obsession, madness, social upheaval, murder and disease, inviting the reader to embark on an expressionistic descent into darkness. The symbolic and lyrical depictions of the characters and themes in these stories were in fact born from an acute conscience of the deplorable conditions that prevailed in big cities like Berlin in the beginning of the 20th century. They are true reflections of an age of brutal change, poverty and decadence where shadows can take the strangest of angles and the horrific and ugly specters of war,famine and disease are just around every corner. When you read these stories you can sense the influence of the French poètes maudits, Baudelaire and Rimbaud, you can imagine the drawings and paintings of George Grosz, Edward Munch and Otto Dix come to life, you become the somnambulant in the Cabinet of Doctor Caligari. At the other side of the Atlantic ocean, sixty years earlier, Edgar Allan Poe, would have certainly recognized in the person of Georg Heym, a fellow spirit, another master of the macabre.